- λεβητοποιΐα
- η котельное производство
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
λεβητοποιία — η 1. η τέχνη τής κατασκευής λεβήτων, κυρίως ατμολεβήτων 2. βιομηχανία λεβήτων. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1868 στη Συνέλευση μετόχων ελληνικής ατμοπλοΐας] … Dictionary of Greek
οξυγονοκόλληση — Είδος αυτογενούς συγκόλλησης, που πραγματοποιείται με τη βοήθεια οξυακετυλενικής φλόγας. Η φλόγα αυτή παρέχεται από καμινευτήρα αυλό και οφείλει την ονομασία της στο γεγονός ότι η θερμότητα που χρειάζεται παρέχεται με καύση ακετυλένιου σε… … Dictionary of Greek